χαρακτηρικός: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charaktirikos
|Transliteration C=charaktirikos
|Beta Code=xarakthriko/s
|Beta Code=xarakthriko/s
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[χαρακτηριστικός]] (q.v.).</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[χαρακτηριστικός]] (q.v.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:20, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρακτηρικός Medium diacritics: χαρακτηρικός Low diacritics: χαρακτηρικός Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: charaktērikós Transliteration B: charaktērikos Transliteration C: charaktirikos Beta Code: xarakthriko/s

English (LSJ)

A = χαρακτηριστικός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1336] zum Kratzen od. Eingraben dienend, D. Hal. öfter; adv., Eustath. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρακτηρικός: διάφ. γραφ. ἀντὶ χαρακτηριστικός, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
χαρακτηριστικός.
επίρρ...
χαρακτηρικῶς Α
με χαρακτηρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντμ. τ. του χαρακτηριστικός, σχηματισμένος από το ουσ. χαρακτήρ, -ῆρος].