ἀκούρευτος: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akoyreftos | |Transliteration C=akoyreftos | ||
|Beta Code=a)kou/reutos | |Beta Code=a)kou/reutos | ||
|Definition=ον, (κουρεύω) <span class="sense"> | |Definition=ον, (κουρεύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unshaven]], [[unshorn]], EM120.28, <span class="title">Gloss.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:00, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, (κουρεύω) A unshaven, unshorn, EM120.28, Gloss.
German (Pape)
[Seite 78] VLL., ungeschoren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκούρευτος: -ον, (κουρεύω) ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρισμένος, Σουΐδ., κτλ.
Spanish (DGE)
-ον no afeitado, Et.Gen.α 995, Gloss.2.223.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκούρευτος, -ον) κουρεύω
αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του
νεοελλ.
(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό μηχάνημα τα περιττά κλαδιά ή φύλλωμα.