ἐπίπνοος: Difference between revisions
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epipnoos | |Transliteration C=epipnoos | ||
|Beta Code=e)pi/pnoos | |Beta Code=e)pi/pnoos | ||
|Definition=ον, contr. ἐπί-πνους, ουν, <span class="sense"> | |Definition=ον, contr. ἐπί-πνους, ουν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[breathed upon]], <span class="bibl">Poll.5.110</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[inspired]], παρά τινος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>428c</span>; ἐ. καὶ κατεχομένους ἐκ τοῦ θεοῦ <span class="bibl">Id.<span class="title">Men.</span>99d</span>; ἐ. ἐκ τούτου τοῦ ἔρωτος <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>181c</span>; σὺν τῷ ῥυθμῷ <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span> 11.10</span>; ἐ. καὶ φοιβόληπτος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>48</span>. Adv. -πνως <span class="bibl">Poll.1.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:00, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, contr. ἐπί-πνους, ουν, A breathed upon, Poll.5.110. 2. inspired, παρά τινος Pl.Cra.428c; ἐ. καὶ κατεχομένους ἐκ τοῦ θεοῦ Id.Men.99d; ἐ. ἐκ τούτου τοῦ ἔρωτος Id.Smp.181c; σὺν τῷ ῥυθμῷ Ael.NA 11.10; ἐ. καὶ φοιβόληπτος Plu.Pomp.48. Adv. -πνως Poll.1.16.
German (Pape)
[Seite 971] zsgzgn ἐπίπνους, ουν, angehaucht, übtr. begeistert, παρὰ Εὐθύφρονος ἐπίπνους γενόμενος Plat. Crat. 428 c; οἱ ἐκ τούτου τοῦ ἔρωτος ἐπίπνοι Conv. 181 c, wie Plut. Cat. min. 42; καὶ φοιβόληπτος Pomp. 48; a. Sp.; – eigtl., τόπος, Poll. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν· (ἐπιπνέω): - ἐπὶ χωρίου, ἐπίπνοον, ἐπιπνεόμενον, καταπνεόμενον ὑπὸ ἀνέμων, Πολυδ. Ε΄. 110: - ἐμπεπνευσμένος, παρά τινος Πλάτ. Κρατ. 428C· ἐπ. καὶ κατεχόμενος ἐκ τοῦ θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99D, πρβλ. Συμπ. 181C, κτλ.· ἐπ. καὶ φοιβόληπτος Πλουτ. Πομπ. 48. - Ἐπιρρ. -πνως, Πολυδ. Α΄, 16.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
inspiré.
Étymologie: ἐπιπνέω.
Greek Monotonic
ἐπίπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός στον οποίο έχει δοθεί πνοή, εμπνευσμένος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπνοος: стяж. ἐπίπνους 2 навеянный, вдохновленный (ἐκ τοῦ θεοῦ Plat., Plut.): ἐκ τοῦ ἔρωτος ἐ. Plat. движимый любовью.