αὐλητήρ: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
m (Text replacement - " " to "") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=avlitir | |Transliteration C=avlitir | ||
|Beta Code=au)lhth/r | |Beta Code=au)lhth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, | |Definition=ῆρος, ὁ, = [[αὐλητής]], Hes.Sc.283,298, Archil.123, Thgn.825, Ar.Fr.566. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[flautista]] γελόωντες ὑπ' αὐλητῆρι [[ἕκαστος]] riéndose cada grupo al son de su flautista</i> Hes.<i>Sc</i>.283, cf. 298, ὑπ' αὐλητῆρος ἀείδειν Thgn.825, cf. Archil.134.12, Ibyc.166.5<i>S</i>., τὸν Φρύγα, τὸν αὐλητῆρα, τὸν Σαβάζιον Ar.<i>Fr</i>.578, cf. Nonn.<i>D</i>.40.224, Lyc.234, ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν <i>Eleg.Alex.Adesp</i>. en <i>SHell</i>.1010.1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αυλητής]], ο (θηλ. [[αυλητρίδα]], η) (Α [[αὐλητής]] και [[αὐλητήρ]], θηλ. [[αὐλήτρια]] και [[αὐλητρίς]], [-[[ίδος]]], η) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό<br /><b>2.</b> «αὐλητὴς ὑπονόμων» — [[υγειονομικός]] [[μηχανικός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλητήρ''': ῆρος,ὁ, [[αὐλητής]], Ἡσ. Ἀσπ. 283, 299, Ἀρχίλ. 110, Θεογν. 825, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 478. | |lstext='''αὐλητήρ''': ῆρος,ὁ, [[αὐλητής]], Ἡσ. Ἀσπ. 283, 299, Ἀρχίλ. 110, Θεογν. 825, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 478. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:41, 27 June 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = αὐλητής, Hes.Sc.283,298, Archil.123, Thgn.825, Ar.Fr.566.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
flautista γελόωντες ὑπ' αὐλητῆρι ἕκαστος riéndose cada grupo al son de su flautista Hes.Sc.283, cf. 298, ὑπ' αὐλητῆρος ἀείδειν Thgn.825, cf. Archil.134.12, Ibyc.166.5S., τὸν Φρύγα, τὸν αὐλητῆρα, τὸν Σαβάζιον Ar.Fr.578, cf. Nonn.D.40.224, Lyc.234, ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν Eleg.Alex.Adesp. en SHell.1010.1.
Greek Monolingual
αυλητής, ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδος], η) αυλός
1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό
2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» — υγειονομικός μηχανικός.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλητήρ: ῆρος,ὁ, αὐλητής, Ἡσ. Ἀσπ. 283, 299, Ἀρχίλ. 110, Θεογν. 825, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 478.
Greek Monotonic
αὐλητήρ: -ῆρος, ὁ, = αὐλητής, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
αὐλητήρ: ῆρος ὁ Hes., Arph. = αὐλητής.