δίχορδος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />mús. [[de dos cuerdas]] πηκτίς Sopat.11<br /><b class="num">•</b>neutr. sg. subst. τὸ δ. [[instrumento de dos cuerdas]] πρὸς τὸ δ. ἐτερέτιζες Euphro 1.34, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.1.16.75.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />mús. [[de dos cuerdas]] πηκτίς Sopat.11<br /><b class="num">•</b>neutr. sg. subst. τὸ δ. [[instrumento de dos cuerdas]] πρὸς τὸ δ. ἐτερέτιζες Euphro 1.34, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.1.16.75.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχορδος]], -ον)<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που έχει δύο χορδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίχορδον</i><br />[[είδος]] μουσικού οργάνου.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχορδος]], -ον)<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που έχει δύο χορδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίχορδον</i><br />[[είδος]] μουσικού οργάνου.
}}
}}

Revision as of 09:50, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίχορδος Medium diacritics: δίχορδος Low diacritics: δίχορδος Capitals: ΔΙΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: díchordos Transliteration B: dichordos Transliteration C: dichordos Beta Code: di/xordos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A two-stringed, πηκτίς Sopat.11:—Subst. δίχορδον, τό, Euphro 1.34.

German (Pape)

[Seite 647] mit zwei Saiten, Ath. IV, 183 b; τὸ δίχορδον, der Dichord, Euphron. Ath VII, 380 b.

Greek (Liddell-Scott)

δίχορδος: -ον, δύο χορδὰς ἔχων, πηκτὶς Ἀθήν. 183Β· ― δίχορδον, τό, Εὔφρων Ἀδελφ. 1. 34.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
mús. de dos cuerdas πηκτίς Sopat.11
neutr. sg. subst. τὸ δ. instrumento de dos cuerdas πρὸς τὸ δ. ἐτερέτιζες Euphro 1.34, cf. Clem.Al.Strom.1.16.75.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίχορδος, -ον)
(για μουσικό όργανο) αυτός που έχει δύο χορδές
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίχορδον
είδος μουσικού οργάνου.