Νηλεΐδης: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Νηλεΐδης
|Medium diacritics=Νηλεΐδης
|Low diacritics=Νηλείδης
|Capitals=ΝΗΛΕΙΔΗΣ
|Transliteration A=Nēleḯdēs
|Transliteration B=Nēleidēs
|Transliteration C=Nileidis
|Beta Code=*nhlei+/dhs
|Definition=ου, v. [[Νηλεύς]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Νηλεΐδης]] και Νηληϊάδης, -εω και -αο, ὁ (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>) ο [[γιος]] του Νηλέως, ο [[Νέστωρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Νηλεύς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Πηλε</i>-<i>ΐδης</i>). Ο τ. <i>Νηληϊάδης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νηλήϊος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαλαμ</i>-<i>ηιάδης</i>)].
|mltxt=[[Νηλεΐδης]] και Νηληϊάδης, -εω και -αο, ὁ (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>) ο [[γιος]] του Νηλέως, ο [[Νέστωρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Νηλεύς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Πηλε</i>-<i>ΐδης</i>). Ο τ. <i>Νηληϊάδης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νηλήϊος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαλαμ</i>-<i>ηιάδης</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:53, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νηλεΐδης Medium diacritics: Νηλεΐδης Low diacritics: Νηλείδης Capitals: ΝΗΛΕΙΔΗΣ
Transliteration A: Nēleḯdēs Transliteration B: Nēleidēs Transliteration C: Nileidis Beta Code: *nhlei+/dhs

English (LSJ)

ου, v. Νηλεύς.

Greek Monolingual

Νηλεΐδης και Νηληϊάδης, -εω και -αο, ὁ (Α)
(επικ. τ.) ο γιος του Νηλέως, ο Νέστωρ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Νηλεύς + κατάλ. -ίδης (πρβλ. Πηλε-ΐδης). Ο τ. Νηληϊάδης < νηλήϊος + κατάλ. -άδης (πρβλ. θαλαμ-ηιάδης)].