αδιαίρετος: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=[[αδιαίρετος]], αδιαίρετη, αδιαίρετο (Α [[ἀδιαίρετος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται [[διαίρεση]], ο [[αμέριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον [[άλλο]], ο [[αχώριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αδιαίρετο</i><br />[[αδυναμία]] [[προς]] [[διαίρεση]] ή μερισμό, [[αδιαιρετότητα]]<br /><b>2.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «[[εξ αδιαιρέτου]]», λέγεται για να δηλώσει τη [[συγκυριότητα]] πολλών δικαιούχων [[πάνω]] στο ίδιο [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀ-]] στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[διαιρῶ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδιαιρεσία]], [[αδιαιρετότητα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:07, 22 December 2021
Greek Monolingual
αδιαίρετος, αδιαίρετη, αδιαίρετο (Α ἀδιαίρετος, -ον)
1. αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται διαίρεση, ο αμέριστος
2. αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον άλλο, ο αχώριστος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το αδιαίρετο
αδυναμία προς διαίρεση ή μερισμό, αδιαιρετότητα
2. (επιρρ. φρ.) «εξ αδιαιρέτου», λέγεται για να δηλώσει τη συγκυριότητα πολλών δικαιούχων πάνω στο ίδιο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διαιρετός < διαιρῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαιρεσία, αδιαιρετότητα].