δεῖρος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῑρος, το (Α)<br /><b>1.</b> [[δειρή]]<br /><b>2.</b> [[δειράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του [[δειράς]] [[είτε]] προήλθε από το σύνθ. <i>υψί</i>-<i>δειρος</i> «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].
|mltxt=δεῖρος, το (Α)<br /><b>1.</b> [[δειρή]]<br /><b>2.</b> [[δειράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του [[δειράς]] [[είτε]] προήλθε από το σύνθ. <i>υψί</i>-<i>δειρος</i> «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].
}}
}}

Revision as of 08:50, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῖρος Medium diacritics: δεῖρος Low diacritics: δείρος Capitals: ΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: deîros Transliteration B: deiros Transliteration C: deiros Beta Code: dei=ros

English (LSJ)

εος, τό, A = δειρή, Euph.38 (pl.). II = δειράς, Hsch.

Spanish (DGE)

-εος, τό
1 cuello, Γαιζῆται περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Euph.65, cf. δέρη.
2 δεῖρος· λόφος. καὶ ἀνάντης τόπος Hsch., cf. δειράς. • DMic.: de-wi-jo (?).

Greek Monolingual

δεῖρος, το (Α)
1. δειρή
2. δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του δειράς είτε προήλθε από το σύνθ. υψί-δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].