διπλασιόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διπλᾰσιόπλευρος:''' имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).
|elrutext='''διπλᾰσιόπλευρος:''' [[имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной]] (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλᾰσιόπλευρος Medium diacritics: διπλασιόπλευρος Low diacritics: διπλασιόπλευρος Capitals: ΔΙΠΛΑΣΙΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: diplasiópleuros Transliteration B: diplasiopleuros Transliteration C: diplasioplevros Beta Code: diplasio/pleuros

English (LSJ)

ον, A with two sides twice as long as the other two, κλίνη Arist.Mech.856a39.

Greek (Liddell-Scott)

διπλᾰσιόπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, διπλασίας τῶν δύο ἄλλων, Ἀριστ. Μηχαν. 25, 1.

Spanish (DGE)

-ον
dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos κλίναι Arist.Mech.856b1, 5.

Greek Monolingual

διπλασιόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο μήκος από τις άλλες δύο.

Russian (Dvoretsky)

διπλᾰσιόπλευρος: имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).