δᾴδωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δᾳδωσις, η (Α) [[δαδοῡμαι]]<br />το να γίνεται κάποιο [[φυτό]] ρητινώδες, να περιέχει [[ρετσίνι]].
|mltxt=δᾳδωσις, η (Α) [[δαδοῦμαι]]<br />το να γίνεται κάποιο [[φυτό]] ρητινώδες, να περιέχει [[ρετσίνι]].
}}
}}

Revision as of 16:28, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾴδωσις Medium diacritics: δᾴδωσις Low diacritics: δάδωσις Capitals: ΔΑΔΩΣΙΣ
Transliteration A: dā́idōsis Transliteration B: dadōsis Transliteration C: dadosis Beta Code: da/|dwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A the disease of resin-glut, Thphr.CP5.11.3.

German (Pape)

[Seite 513] ἡ, das Kienigwerden, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δᾴδωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς δᾳδίον μεταβολή, τὸ γενέσθαι τι ῥητινῶδες, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 11, 3.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ exceso de resina en los árboles, Thphr.CP 5.11.3.

Greek Monolingual

δᾳδωσις, η (Α) δαδοῦμαι
το να γίνεται κάποιο φυτό ρητινώδες, να περιέχει ρετσίνι.