εἰκονογράφος: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εἰκονογράφος:''' ὁ живописец, портретист Arst. | |elrutext='''εἰκονογράφος:''' ὁ [[живописец]], [[портретист]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:41, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A portraitpainter, Arist.Po.1454b9, Them.Or.24.309b; prob. in IG7.3064 (Lebad.).
German (Pape)
[Seite 727] ὁ, Bilder-, (Porträt-) Maler, Arist. poet. 15 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκονογράφος: ὁ, ὁ ζωγραφῶν εἰκόνας, ὁμοιώματα, Ἀριστ. Ποιητ. 15, 11, Θεμίστ. 309Β.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 pintor, retratista, δεῖ μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς εἰκονογράφους Arist.Po.1454b9
•trad. de lat. pictor imaginarius, DP 7.9
•fig. pintor, creador de imágenes προστάττει τὸν συγγραφέα Μωσέα εἰκονογράφον τῆς κτίσεως γενέσθαι haciendo que el Tabernáculo sea una imagen a pequeña escala del universo, Bas.Sel.M.28.1097C, del propio Dios, Leont.Const.Hom.13.79.
2 fig. descriptor τῆς ἀρετῆς εἰ. de Homero, Them.Or.24.309b.
Greek Monolingual
ο (AM εἰκονογράφος)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που ζωγραφίζει εκκλησιαστικές εικόνες
νεοελλ.
αυτός που διακοσμεί έντυπα με εικόνες
αρχ.
προσωπογράφος.
Russian (Dvoretsky)
εἰκονογράφος: ὁ живописец, портретист Arst.