καλαθοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλαθοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] καλαθιού, ο [[στενός]] στη [[βάση]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλαθοειδῶς</i> (Α)<br />με [[σχήμα]] ή [[μορφή]] καλαθιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), | |mltxt=[[καλαθοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] καλαθιού, ο [[στενός]] στη [[βάση]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλαθοειδῶς</i> (Α)<br />με [[σχήμα]] ή [[μορφή]] καλαθιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), [[πρβλ]]. <i>ρομβο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A basket-shaped, narrow at the base, Cleom.2.2, Gal.18(1).822, Theo Sm.p.196H., Simp.in Cael.546.31. Adv. -δῶς Heraclit.All.46.
German (Pape)
[Seite 1306] ές, korbförmig, Sp.
Greek Monolingual
καλαθοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα καλαθιού, ο στενός στη βάση του.
επίρρ...
καλαθοειδῶς (Α)
με σχήμα ή μορφή καλαθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο-ειδής, σφαιρο-ειδής].