κοκκόδαφνον: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοκκόδαφνον]], τὸ (AM)<br />το [[κουκούτσι]] της δάφνης, [[δαφνοκούκουτσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαφνό</i>-<i>κοκκον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάφνη]] <span style="color: red;">+</span> [[κόκκος]]), με [[αντιστροφή]] της [[σειράς]] τών συνθετικών (<b>[[πρβλ]].</b> [[κεφαλόπονος]]: [[πονοκέφαλος]])].
|mltxt=[[κοκκόδαφνον]], τὸ (AM)<br />το [[κουκούτσι]] της δάφνης, [[δαφνοκούκουτσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαφνό</i>-<i>κοκκον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάφνη]] <span style="color: red;">+</span> [[κόκκος]]), με [[αντιστροφή]] της [[σειράς]] τών συνθετικών ([[πρβλ]]. [[κεφαλόπονος]]: [[πονοκέφαλος]])].
}}
}}

Revision as of 13:39, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκόδαφνον Medium diacritics: κοκκόδαφνον Low diacritics: κοκκόδαφνον Capitals: ΚΟΚΚΟΔΑΦΝΟΝ
Transliteration A: kokkódaphnon Transliteration B: kokkodaphnon Transliteration C: kokkodafnon Beta Code: kokko/dafnon

English (LSJ)

τό, A laurel berry, Paul.Aeg.3.28.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκόδαφνον: τό, ὁ κόκκος τῆς δάφνης, ὁ καρπὸς αὐτῆς, Ὀρνεοσόφ. σ. 192.

Greek Monolingual

κοκκόδαφνον, τὸ (AM)
το κουκούτσι της δάφνης, δαφνοκούκουτσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνό-κοκκον (< δάφνη + κόκκος), με αντιστροφή της σειράς τών συνθετικών (πρβλ. κεφαλόπονος: πονοκέφαλος)].