κοκκόδαφνον: Difference between revisions
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοκκόδαφνον]], τὸ (AM)<br />το [[κουκούτσι]] της δάφνης, [[δαφνοκούκουτσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαφνό</i>-<i>κοκκον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάφνη]] <span style="color: red;">+</span> [[κόκκος]]), με [[αντιστροφή]] της [[σειράς]] τών συνθετικών ( | |mltxt=[[κοκκόδαφνον]], τὸ (AM)<br />το [[κουκούτσι]] της δάφνης, [[δαφνοκούκουτσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαφνό</i>-<i>κοκκον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάφνη]] <span style="color: red;">+</span> [[κόκκος]]), με [[αντιστροφή]] της [[σειράς]] τών συνθετικών ([[πρβλ]]. [[κεφαλόπονος]]: [[πονοκέφαλος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:39, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, A laurel berry, Paul.Aeg.3.28.
Greek (Liddell-Scott)
κοκκόδαφνον: τό, ὁ κόκκος τῆς δάφνης, ὁ καρπὸς αὐτῆς, Ὀρνεοσόφ. σ. 192.
Greek Monolingual
κοκκόδαφνον, τὸ (AM)
το κουκούτσι της δάφνης, δαφνοκούκουτσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνό-κοκκον (< δάφνη + κόκκος), με αντιστροφή της σειράς τών συνθετικών (πρβλ. κεφαλόπονος: πονοκέφαλος)].