κορυνθεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορυνθεύς]], -έως, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[κόφινος]], [[κάλαθος]]» β. «[[ἀλεκτρυών]]», [[πετεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γραμματ</i>-<i>εύς</i>, <i>γραφ</i>-<i>εύς</i>) με [[ανάπτυξη]] έρρινου στοιχείου -<i>ν</i>- προ του -<i>θ</i>-, όπως ακριβώς και το [[κόρυνθος]].
|mltxt=[[κορυνθεύς]], -έως, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[κόφινος]], [[κάλαθος]]» β. «[[ἀλεκτρυών]]», [[πετεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. <i>γραμματ</i>-<i>εύς</i>, <i>γραφ</i>-<i>εύς</i>) με [[ανάπτυξη]] έρρινου στοιχείου -<i>ν</i>- προ του -<i>θ</i>-, όπως ακριβώς και το [[κόρυνθος]].
}}
}}

Revision as of 13:46, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνθεύς Medium diacritics: κορυνθεύς Low diacritics: κορυνθεύς Capitals: ΚΟΡΥΝΘΕΥΣ
Transliteration A: koryntheús Transliteration B: koryntheus Transliteration C: koryntheys Beta Code: korunqeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A basket, Hsch. II cock, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κορυνθεύς: -έως, ὁ, «κόφινος, κάλαθος» Ἡσύχ. ΙΙ. «ἀλεκτρυών», ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

κορυνθεύς, -έως, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «κόφινος, κάλαθος» β. «ἀλεκτρυών», πετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + κατάλ. -εύς (πρβλ. γραμματ-εύς, γραφ-εύς) με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου -ν- προ του -θ-, όπως ακριβώς και το κόρυνθος.