λατρευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=latreftikos | |Transliteration C=latreftikos | ||
|Beta Code=latreutiko/s | |Beta Code=latreutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[servile]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 160</span>, <span class="bibl">Vett.Val.335.34</span>, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:50, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, servile, Ptol.Tetr. 160, Vett.Val.335.34, al.
German (Pape)
[Seite 18] dienend, bes. auch die Götter verehrend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λατρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θείαν λατρείαν, Θεόδ. Στουδ. σ. 82Α. Ἐπίρρ. -κῶς, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 33, 20. κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λατρευτικός, -ή, -όν) λατρεύω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που αναφέρεται στη λατρεία, ιδίως στη θρησκευτική λατρεία
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην υπηρεσία, που υπηρετεί, υπηρετικός.
επίρρ...
λατρευτικώς και -ά (Μ λατρευτικῶς)
με λατρεία, με θρησκευτική ευλάβεια.