λειπτέον: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λειπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[λείπω]], δεῖ λείπειν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1385, Πλάτ. Κρίτ. 51 Β, κτλ.
|lstext='''λειπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[λείπω]], δεῖ λείπειν, Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1385, Πλάτ. Κρίτ. 51 Β, κτλ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:55, 14 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειπτέον Medium diacritics: λειπτέον Low diacritics: λειπτέον Capitals: ΛΕΙΠΤΕΟΝ
Transliteration A: leiptéon Transliteration B: leipteon Transliteration C: leipteon Beta Code: leipte/on

English (LSJ)

A one must leave, abandon, E.HF1385, Pl.Cri.51b, etc.

Greek (Liddell-Scott)

λειπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λείπω, δεῖ λείπειν, Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1385, Πλάτ. Κρίτ. 51 Β, κτλ.

Greek Monotonic

λειπτέον: ρημ. επίθ. του λείπω, πρέπει να αφήσουμε, να εγκαταλείψουμε, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λειπτέον: adj. verb. к λείπω.