μελιτερπής: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελῐτερπής:''' отрадный как мед, усладительный ([[μολπή]] Anth.).
|elrutext='''μελῐτερπής:''' [[отрадный как мед]], [[усладительный]] ([[μολπή]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτερπής Medium diacritics: μελιτερπής Low diacritics: μελιτερπής Capitals: ΜΕΛΙΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: meliterpḗs Transliteration B: meliterpēs Transliteration C: meliterpis Beta Code: meliterph/s

English (LSJ)

ές, A honey-sweet, μολπή Simon.184.9.

German (Pape)

[Seite 124] ές, honigsüß ergötzend, μολπή, Simonds. 49 (VII, 25).

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτερπής: -ές, γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, μολπὴ Σιμων. 116. 9.

Greek Monolingual

μελιτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -τερπής (< τέρπω), θεο-τερπής, θυμο-τερπής].

Russian (Dvoretsky)

μελῐτερπής: отрадный как мед, усладительный (μολπή Anth.).