μεσόπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσόπλουτος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μεσσόπλουτος, -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[μετρίως]] [[πλούσιος]], ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλοῦτος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πάμ</i>-<i>πλουτος</i>)].
|mltxt=[[μεσόπλουτος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μεσσόπλουτος, -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[μετρίως]] [[πλούσιος]], ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλοῦτος]] ([[πρβλ]]. <i>πάμ</i>-<i>πλουτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόπλουτος Medium diacritics: μεσόπλουτος Low diacritics: μεσόπλουτος Capitals: ΜΕΣΟΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: mesóploutos Transliteration B: mesoploutos Transliteration C: mesoploutos Beta Code: meso/ploutos

English (LSJ)

ον, A moderately rich, dub. in Alciphr.3.34 (leg. νεόπλ-); μεσσόπλουτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 139] halbreich, Alciphr. 3, 34, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόπλουτος: -ον, ὁ μετρίως πλούσιος, Ἀλκίφρων 3. 34 (Pierson. νεόπλ-), οὐχ ἧττον ἀμφίβολ. ἢ τὸ μεσσόπλουτος παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεσόπλουτος και, κατά τον Ησύχ., μεσσόπλουτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μετρίως πλούσιος, ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πλοῦτος (πρβλ. πάμ-πλουτος)].