μηλόμελι: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηλόμελι]], -ιτος, το (Α)<br />[[μέλι]] που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] ( | |mltxt=[[μηλόμελι]], -ιτος, το (Α)<br />[[μέλι]] που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] ([[πρβλ]]. <i>κυδωνό</i>-<i>μελι</i>, <i>υδρό</i>-<i>μελι</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ιτος, τό, A honey flavoured with quince, Dsc.5.21, Colum.12.47, Artem. 1.60.
German (Pape)
[Seite 173] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc., sonst κυδωνόμελι.
Greek (Liddell-Scott)
μηλόμελι: -ιτος, τό, μέλι παρεσκευασμένον διὰ κυδωνίων, Διοσκ. 5. 39.
Greek Monolingual
μηλόμελι, -ιτος, το (Α)
μέλι που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μέλι (πρβλ. κυδωνό-μελι, υδρό-μελι)].