Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μοῦστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ μοῡστος)<br />ο [[χυμός]] τών σταφυλιών ο [[οποίος]] δεν έχει υποστεί [[ζύμωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>vinum mustum</i> «νέο [[κρασί]]», [[τεχνικός]] όρος αβέβαιης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b>, αρχ. άνω γερμ. <i>most</i>)].
|mltxt=ο (Μ μοῦστος)<br />ο [[χυμός]] τών σταφυλιών ο [[οποίος]] δεν έχει υποστεί [[ζύμωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>vinum mustum</i> «νέο [[κρασί]]», [[τεχνικός]] όρος αβέβαιης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b>, αρχ. άνω γερμ. <i>most</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:10, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοῦστος Medium diacritics: μοῦστος Low diacritics: μούστος Capitals: ΜΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: moûstos Transliteration B: moustos Transliteration C: moystos Beta Code: mou=stos

English (LSJ)

ὁ, = Lat. A mustum, new wine, PStrassb.1.7 (v A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

μοῦστος: ὁ, Λατ. mustum, ὡς καὶ νῦν, γλεῦκος, Γεωπον. 9, 20, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moût.
Étymologie: DELG emprunt très tardif au lat. mustum.

Greek Monolingual

ο (Μ μοῦστος)
ο χυμός τών σταφυλιών ο οποίος δεν έχει υποστεί ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vinum mustum «νέο κρασί», τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ., αρχ. άνω γερμ. most)].