μυρτίνη: Difference between revisions
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte | |btext=ης (ἡ) :<br />sorte d'olivier <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυρτίνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] [[ελιάς]], η [[μυρτήνη]], ή [[είδος]] απιδιάς<br /><b>2.</b> [[μυρτάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[μύρτινος]]. | |mltxt=[[μυρτίνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] [[ελιάς]], η [[μυρτήνη]], ή [[είδος]] απιδιάς<br /><b>2.</b> [[μυρτάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[μύρτινος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 23 August 2022
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, a sort of A olive, Nic.Al.88: μυρτήνη, Hsch. II = μυρτάς 1, Nic.Al.355.
German (Pape)
[Seite 222] ἡ, = μυρσίνη, Myrthe; auch eine Art Birn-od. Oelbaum wegen ähnlicher Früchte, Schol. Nic. Al. 88.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτίνη: [ῑ], ἡ, εἶδος ἀπιδιᾶς ἢ ἐλαιοδένδρου, Νικ. Ἀλεξιφ. 88, ἴδε Σχολ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte d'olivier arbre.
Étymologie: μύρτος.
Greek Monolingual
μυρτίνη, ἡ (Α)
1. είδος ελιάς, η μυρτήνη, ή είδος απιδιάς
2. μυρτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μύρτινος.