περιανίστημι: Difference between revisions
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[σηκώνω]] κάποιον από τον ύπνο, [[ξυπνώ]] («ῥίπτει [[βέλος]]... καὶ κοιμωμένου Σατύρου τυγχάνει, | |mltxt=Α<br />[[σηκώνω]] κάποιον από τον ύπνο, [[ξυπνώ]] («ῥίπτει [[βέλος]]... καὶ κοιμωμένου Σατύρου τυγχάνει, κἀκεῖνος περιαναστάς», Αππολλδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίστημι]] «[[σηκώνω]], [[εγείρω]] κάποιον»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 27 March 2021
English (LSJ)
A rouse up, τινα dub. in Ph.2.552:—Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act., arise from sleep, start up, Id.1.672, al., Apollod.2.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
περιανίστημι: ἐγείρω τινὰ ἐκ τοῦ ὕπνου, ἀφυπνίζω, τινὰ Φίλων 2. 552. ― Παθ., μετ’ ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ. ἐνεργ., ἀφυπνίζομαι, «ἐξυπνῶ», περιαναστὰς ἐκ βαθέος ὕπνου Φίλων 1. 672, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4.
Greek Monolingual
Α
σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, ξυπνώ («ῥίπτει βέλος... καὶ κοιμωμένου Σατύρου τυγχάνει, κἀκεῖνος περιαναστάς», Αππολλδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀνίστημι «σηκώνω, εγείρω κάποιον»].