περιπεφρασμένως: Difference between revisions
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπεφρασμένως''': Ἐπίρρ., | |lstext='''περιπεφρασμένως''': Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς περισκέψεως, μετὰ τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> με [[μεγάλη]] [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφρασμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφράζω]]]. | |mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> με [[μεγάλη]] [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφρασμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφράζω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. A very thoughtfully, gloss on περιφραδέως, Hsch.
German (Pape)
[Seite 587] adv. part. perf. pass. von περιφράζω, sehr überlegt, überdacht, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
περιπεφρασμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς περισκέψεως, μετὰ τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως.
Greek Monolingual
Α
επιρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφρασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφράζω].