περιπεφυλαγμένως: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπεφῠλαγμένως''': Ἐπίρρ., | |lstext='''περιπεφῠλαγμένως''': Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς προφυλάξεως, Ἐρωτιαν. σ. 66 ἐν λ. [[ἀνακῶς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[μεγάλη]] [[προφύλαξη]], πολύ προσεκτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφυλαγμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφυλάσσω]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[μεγάλη]] [[προφύλαξη]], πολύ προσεκτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφυλαγμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφυλάσσω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. A very cautiously, gloss on ἀνακῶς, Erot. (περιφυλ- codd.).
German (Pape)
[Seite 587] wohl bewacht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιπεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς προφυλάξεως, Ἐρωτιαν. σ. 66 ἐν λ. ἀνακῶς.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με μεγάλη προφύλαξη, πολύ προσεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφυλαγμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφυλάσσω.