σκελεαγής: Difference between revisions
From LSJ
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skeleagis | |Transliteration C=skeleagis | ||
|Beta Code=skeleagh/s | |Beta Code=skeleagh/s | ||
|Definition=ές, (ἄγνυμι) | |Definition=ές, (ἄγνυμι) [[with broken legs]], <b class="b3">σκελεαγεῖς ποιήσω</b>, gloss on [[γυιώσω]], Porph.ad <span class="bibl">Il.8.402</span> <span class="bibl">p.300</span> S.; <b class="b3">τὸ σ</b>. [[fracture]] of the legs, <span class="title">Gloss.</span> (σκελι-). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ές, (ἄγνυμι) with broken legs, σκελεαγεῖς ποιήσω, gloss on γυιώσω, Porph.ad Il.8.402 p.300 S.; τὸ σ. fracture of the legs, Gloss. (σκελι-).
Greek (Liddell-Scott)
σκελεᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, κάταγμα τῶν σκελῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές
το κάταγμα του σκέλους, σκελοκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + -αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περι-αγής].