συνορμάω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνορμάω''': θέτω εἰς κίνησιν, κινῶ, παρορμῶ [[ὁμοῦ]], τινί τι (τι μετά τινος), Πλούτ. 2. 1129Ε. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁρμῶ ἀπὸ κοινοῦ, συνορμῆσαι τυραννοκτονεῖν Φάλαρ. 15, [[μετὰ]] διαφ. γρ. συνορμηθῆναι.
|lstext='''συνορμάω''': θέτω εἰς κίνησιν, κινῶ, παρορμῶ [[ὁμοῦ]], τινί τι (τι μετά τινος), Πλούτ. 2. 1129Ε. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁρμῶ ἀπὸ κοινοῦ, συνορμῆσαι τυραννοκτονεῖν Φάλαρ. 15, μετὰ διαφ. γρ. συνορμηθῆναι.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:20, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνορμάω Medium diacritics: συνορμάω Low diacritics: συνορμάω Capitals: ΣΥΝΟΡΜΑΩ
Transliteration A: synormáō Transliteration B: synormaō Transliteration C: synormao Beta Code: sunorma/w

English (LSJ)

A set in motion together, τῷ φωτὶ τὰς πράξεις Plu.2.1129e. II intr., move on together, Phalar.Ep.72: c. dat., Porph. Gaur.5.3, Steph.in Gal.1.322 D.

Greek (Liddell-Scott)

συνορμάω: θέτω εἰς κίνησιν, κινῶ, παρορμῶ ὁμοῦ, τινί τι (τι μετά τινος), Πλούτ. 2. 1129Ε. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁρμῶ ἀπὸ κοινοῦ, συνορμῆσαι τυραννοκτονεῖν Φάλαρ. 15, μετὰ διαφ. γρ. συνορμηθῆναι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pousser ou exciter ensemble.
Étymologie: σύν, ὁρμάω.

Russian (Dvoretsky)

συνορμάω: одновременно возбуждать: σ. τῷ φωτὶ τὰς πράξεις καὶ τὰς νοήσεις Plut. (о солнце) побуждать (своим) светом к деяниям и мыслям.