φοιτητός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φοιτῶ]]<br />αυτός που επέρχεται [[συχνά]] («φοιτητὴ [[μανία]] ἐπὶ | |mltxt=-ή, -όν, Α [[φοιτῶ]]<br />αυτός που επέρχεται [[συχνά]] («φοιτητὴ [[μανία]] ἐπὶ δεῖπνον», Κωμ. Αδέσπ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 27 January 2022
English (LSJ)
ή, όν, A frequenting: φ. μανία ἐπὶ δεῖπνον Com.Adesp.782 (prob. anap.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φοιτῶ
αυτός που επέρχεται συχνά («φοιτητὴ μανία ἐπὶ δεῖπνον», Κωμ. Αδέσπ.).