φονός: Difference between revisions

From LSJ

σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[φονός]] ? (ἡ) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)
|sltr=[[φονός]] ? (ἡ) murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:20, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονός Medium diacritics: φονός Low diacritics: φονός Capitals: ΦΟΝΟΣ
Transliteration A: phonós Transliteration B: phonos Transliteration C: fonos Beta Code: fono/s

English (LSJ)

ἡ, A murderess, τὰν Πελίαο φονόν Pi.P.4.250 (φόνον codd.). II φονός, ή, όν, murderous, dub. in S.Ant.1003 (v. φονή ΙΙ).

English (Slater)

φονός ? (ἡ) murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
αυτή που φονεύει, φονεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φονός () < φόνος, με καταβιβασμό του τόνου. Η ύπαρξη του επιθ. φονός, -ή, -όν παραμένει αμφίβολη].
(II)
-ή, -όν, Α
φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φονός (Ι)].

Russian (Dvoretsky)

φονός: Soph. = φόνιος 1 и 4.