ἀνέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene vueltas]]de intestinos, Gal.3.345, Aret.<i>CD</i> 1.4.9.
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene vueltas]] de intestinos, Gal.3.345, Aret.<i>CD</i> 1.4.9.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:15, 9 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλικτος Medium diacritics: ἀνέλικτος Low diacritics: ανέλικτος Capitals: ΑΝΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: anéliktos Transliteration B: aneliktos Transliteration C: aneliktos Beta Code: a)ne/liktos

English (LSJ)

ον, A without turns or twists, Aret. CD1.4, Gal.UP5.3.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene vueltas de intestinos, Gal.3.345, Aret.CD 1.4.9.

Greek Monolingual

-ή, -ό
όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)].

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέλικτος, -ον) ελίσσω
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να έχει ανέλιξη, δεν μπορεί να εξελιχθεί
αρχ.
Ιατρ. εκείνος που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές.