ἀρρενοκοίτης: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρρενοκοίτης''': -ου, ὁ, ὁ | |lstext='''ἀρρενοκοίτης''': -ου, ὁ, ὁ μετὰ ἀρρένων αἰσχρουργῶν, Ἀνθ. Π. 9. 686, Εὐσ.· [[ὡσαύτως]] [[ἀρσενοκοίτης]] Διογ. Λ. 6. 65 ([[ἔνθα]] ἴδε Μενάγ.), Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. Ϛ΄, 9: - Τὸ [[ῥῆμα]] -κοιτέω ἐν Χρησμ. Σιβυλλ.· οὐσιαστ. -κοιτία, ἡ, Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:45, 20 April 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A sodomite, AP9.686; (ἀρσ-) 1 Ep.Cor.6.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ ἀρρένων αἰσχρουργῶν, Ἀνθ. Π. 9. 686, Εὐσ.· ὡσαύτως ἀρσενοκοίτης Διογ. Λ. 6. 65 (ἔνθα ἴδε Μενάγ.), Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. Ϛ΄, 9: - Τὸ ῥῆμα -κοιτέω ἐν Χρησμ. Σιβυλλ.· οὐσιαστ. -κοιτία, ἡ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀρρενοκοίτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενοκοίτης: и NT ἀρσενοκοίτης 2 masculorum concubitor Anth.