ἀσφαλτόπισσα: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[mezcla de asfalto y pez]] κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ LXX <i>Ex</i>.2.3. | |dgtxt=-ης, ἡ<br />[[mezcla de asfalto y pez]] κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ [[LXX]] <i>Ex</i>.2.3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀσφαλτόπισσα]])<br />[[ονομασία]] της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου. | |mltxt=η (Α [[ἀσφαλτόπισσα]])<br />[[ονομασία]] της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 20 June 2022
English (LSJ)
ἡ, A = πισσάσφαλτος, LXX Ex.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφαλτόπισσα: ἡ, = πισσάσφαλτος, Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 3).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
mezcla de asfalto y pez κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3.
Greek Monolingual
η (Α ἀσφαλτόπισσα)
ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου.