ἀσφαλτόπισσα

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφαλτόπισσα Medium diacritics: ἀσφαλτόπισσα Low diacritics: ασφαλτόπισσα Capitals: ΑΣΦΑΛΤΟΠΙΣΣΑ
Transliteration A: asphaltópissa Transliteration B: asphaltopissa Transliteration C: asfaltopissa Beta Code: a)sfalto/pissa

English (LSJ)

ἡ, = πισσάσφαλτος, LXX Ex.2.3.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
mezcla de asfalto y pez κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφαλτόπισσα: ἡ, = πισσάσφαλτος, Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 3).

Greek Monolingual

η (Α ἀσφαλτόπισσα)
ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου.