ἐκκήρυκτος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[expulsado por medio de una proclama]], [[proclamado como proscrito]], [[ἄνθρωπος]] LXX <i>Ie</i>.22.30, cf. Hippol.<i>Dan</i>.1.13.<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. [[excluido]], [[excomulgado]] ἐκκλησίας θεοῦ Gr.Thaum.<i>Ep.Can</i>.2, τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας Eus.<i>HE</i> 6.43.3, κατὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν Basil.<i>Ep</i>.55, cf. 226.2, οἱ μὲν ἐκκήρυκτοι παρ' ἡμῶν διὰ τὴν ἀσέβειαν γενόμενοι Ath.Al.<i>Ep.Encycl</i>.5.4, αὐτὸν ... ἐκκήρυκτον ποιεῖ ἐν τῇ πόλει Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.3.7.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[expulsado por medio de una proclama]], [[proclamado como proscrito]], [[ἄνθρωπος]] [[LXX]] <i>Ie</i>.22.30, cf. Hippol.<i>Dan</i>.1.13.<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. [[excluido]], [[excomulgado]] ἐκκλησίας θεοῦ Gr.Thaum.<i>Ep.Can</i>.2, τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας Eus.<i>HE</i> 6.43.3, κατὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν Basil.<i>Ep</i>.55, cf. 226.2, οἱ μὲν ἐκκήρυκτοι παρ' ἡμῶν διὰ τὴν ἀσέβειαν γενόμενοι Ath.Al.<i>Ep.Encycl</i>.5.4, αὐτὸν ... ἐκκήρυκτον ποιεῖ ἐν τῇ πόλει Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.3.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκκήρυκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει [[δημόσια]] αποκηρυχθεί ή αφοριστεί.
|mltxt=[[ἐκκήρυκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει [[δημόσια]] αποκηρυχθεί ή αφοριστεί.
}}
}}

Revision as of 16:02, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκήρυκτος Medium diacritics: ἐκκήρυκτος Low diacritics: εκκήρυκτος Capitals: ΕΚΚΗΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: ekkḗryktos Transliteration B: ekkēryktos Transliteration C: ekkiryktos Beta Code: e)kkh/ruktos

English (LSJ)

ον, A banished, cast away, LXXJe.22.30, Hsch.

German (Pape)

[Seite 762] durch öffentlichen Ausruf des Herolds verbannt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκήρυκτος: -ον, ὁ ἐκκηρυχθείς, ἀποκεκηρυγμένος, ἀποβεβλημένος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 43. κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 expulsado por medio de una proclama, proclamado como proscrito, ἄνθρωπος LXX Ie.22.30, cf. Hippol.Dan.1.13.
2 en lit. crist. excluido, excomulgado ἐκκλησίας θεοῦ Gr.Thaum.Ep.Can.2, τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας Eus.HE 6.43.3, κατὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν Basil.Ep.55, cf. 226.2, οἱ μὲν ἐκκήρυκτοι παρ' ἡμῶν διὰ τὴν ἀσέβειαν γενόμενοι Ath.Al.Ep.Encycl.5.4, αὐτὸν ... ἐκκήρυκτον ποιεῖ ἐν τῇ πόλει Epiph.Const.Haer.69.3.7.

Greek Monolingual

ἐκκήρυκτος, -ον (AM)
αυτός που έχει δημόσια αποκηρυχθεί ή αφοριστεί.