ἐρυθρόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐρυθρόγραμμος:''' с красными полосами ([[σάλπη]] Arst.).
|elrutext='''ἐρυθρόγραμμος:''' [[с красными полосами]] ([[σάλπη]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:54, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθρόγραμμος Medium diacritics: ἐρυθρόγραμμος Low diacritics: ερυθρόγραμμος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: erythrógrammos Transliteration B: erythrogrammos Transliteration C: erythrogrammos Beta Code: e)ruqro/grammos

English (LSJ)

ον, A with red lines, Arist.Fr.294, cf. Ath.7.321e.

German (Pape)

[Seite 1036] mit rothen Linien, Ath. VII, 305 d 321 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόγραμμος: -ον, ἐρυθρὰς ἔχων γραμμάς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. Ἀθήν. 321Ε.

Greek Monolingual

ἐρυθρόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει κόκκινες γραμμές («ἐστι δὲ πολύγραμμος καὶ ἐρυθρόγραμμος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -γραμμος < γραμμή.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθρόγραμμος: с красными полосами (σάλπη Arst.).