ἑκατονταπλάσιος: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekatontaplasios | |Transliteration C=ekatontaplasios | ||
|Beta Code=e(katontapla/sios | |Beta Code=e(katontapla/sios | ||
|Definition=[ | |Definition=ον, = [[ἑκατονταπλασίων]] ([[a hundred times as much]], [[hundredfold]]), Simpl. in Ph. 1115.33. Adv. [[ἑκατονταπλασίως]] LXX 1 Ch. 21.3. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:14, 28 January 2021
English (LSJ)
ον, = ἑκατονταπλασίων (a hundred times as much, hundredfold), Simpl. in Ph. 1115.33. Adv. ἑκατονταπλασίως LXX 1 Ch. 21.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 centuplicado, cien veces más numeroso ὅτ' ἂν ὁ σπόρος Ἰησοῦ ἑ. γένηται Didym.in Ps.cat.264
•cien veces mayor χρόνος Simp.in Ph.1115.33
•neutr. subst. τὸ ἑ. cantidad cien veces mayor Gr.Nyss.Usur.199.22.
2 adv. -ως cien veces más προσθεῖναι LXX 1Pa.21.3, cf. Ign.Ep.2.4, Didym.in Ps.cat.854, Mac.Aeg.Hom.36.1.4.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἑκατονταπλάσιος, -ον)
ο εκατονταπλούς, αυτός που είναι εκατό φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον ή από τον εαυτό του
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εκατονταπλάσιο
εκατονταπλάσια ποσότητα.