ἡμεροφαής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροφαής]], -ές (AM)<br />αυτός που λάμπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡμεροφαῶς</i> (Μ)<br />στο φως της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>, «φως»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστρο</i>-<i>φαής</i>, <i>λαμπρο</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=[[ἡμεροφαής]], -ές (AM)<br />αυτός που λάμπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡμεροφαῶς</i> (Μ)<br />στο φως της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>, «φως»), [[πρβλ]]. <i>αστρο</i>-<i>φαής</i>, <i>λαμπρο</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροφᾰής Medium diacritics: ἡμεροφαής Low diacritics: ημεροφαής Capitals: ΗΜΕΡΟΦΑΗΣ
Transliteration A: hēmerophaḗs Transliteration B: hēmerophaēs Transliteration C: imerofais Beta Code: h(merofah/s

English (LSJ)

ές, A shining by day, ἄστρον TheanoEp.10:—also ἡμερο-φᾰνής, ές, Pl.Def.411b, Arist.Top.142b1.

German (Pape)

[Seite 1166] bei Tage scheinend, Sp. von der Sonne.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροφαής: -ές, λάμπων ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἥλιος Νικήτ. Χρον. 205Β. - Ἐπίρρ. ἡμεροφαῶς, Εὐστ. Θεσσ. σ. 536 (Migne).

Greek Monolingual

ἡμεροφαής, -ές (AM)
αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της ημέρας.
επίρρ...
ἡμεροφαῶς (Μ)
στο φως της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστρο-φαής, λαμπρο-φαής].