ὠλένιος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὠλένιος]], -ία, -ον, ΝΑ [[ὠλένη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ωλένη]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ωλένη]] («ωλένιο [[νεύρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «αἲξ ὠλενία» — ο [[αστέρας]] της Αιγός που βρίσκεται στον αστερισμό του Ηνιόχου <b>(Άρατ.)</b>. | |mltxt=-α, -ο / [[ὠλένιος]], -ία, -ον, ΝΑ [[ὠλένη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ωλένη]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ωλένη]] («ωλένιο [[νεύρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «αἲξ ὠλενία» — ο [[αστέρας]] της Αιγός που βρίσκεται στον αστερισμό του Ηνιόχου <b>(Άρατ.)</b>. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>in den [[Ellenbogen]], [[Armen]]</i>, Arat. 164. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 24 November 2022
English (LSJ)
α, ον, A in the elbow or arm, αἲξ ὠ. the star Capella in the elbow of Auriga, Arat.164, v. Sch.; misinterpreted as Ὠλένιος (cf. Ὤλενος), Str.8.7.5. II v. Ὤλενος.
Greek (Liddell-Scott)
ὠλένιος: -α, -ον, ὁ κατὰ τὴν ὠλένην ἢ κατὰ τὸν βραχίονα εὑρισκόμενος, αἴξ ὠλ., ὁ ἀστὴρ τῆς αἰγὸς Capella ὁ ἐν τῷ ἀστερισμῷ τοῦ Ἠνιόχου Auraga, Ἄρατ. 164, ἴδε Σχόλ.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὠλένιος, -ία, -ον, ΝΑ ὠλένη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη
2. αυτός που βρίσκεται στην ωλένη («ωλένιο νεύρο»)
αρχ.
φρ. «αἲξ ὠλενία» — ο αστέρας της Αιγός που βρίσκεται στον αστερισμό του Ηνιόχου (Άρατ.).
German (Pape)
in den Ellenbogen, Armen, Arat. 164.