ὡραιοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὡραῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βρεφο</i>-<i>κόμος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὡραῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>βρεφο</i>-<i>κόμος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡραιοκόμος Medium diacritics: ὡραιοκόμος Low diacritics: ωραιοκόμος Capitals: ΩΡΑΙΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: hōraiokómos Transliteration B: hōraiokomos Transliteration C: oraiokomos Beta Code: w(raioko/mos

English (LSJ)

ον, A studying dress or decoration, Suid.

German (Pape)

[Seite 1413] fürs Putzen Sorge tragend, sich damit beschäftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὡραιοκόμος: -ον, ὁ τοῦ κάλλους ἐπιμελούμενος, καλλωπιστὴς, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].