λασκάζει: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λασκάζει]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φλυαρεῑ, θωπεύει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λάσκω]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
|mltxt=[[λασκάζει]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φλυαρεῖ, θωπεύει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λάσκω]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασκάζει Medium diacritics: λασκάζει Low diacritics: λασκάζει Capitals: ΛΑΣΚΑΖΕΙ
Transliteration A: laskázei Transliteration B: laskazei Transliteration C: laskazei Beta Code: laska/zei

English (LSJ)

φλυαρεῖ, θωπεύει, Hsch.

Greek Monolingual

λασκάζει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῖ, θωπεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάσκω κατά τα ρ. σε -άζω].