οὔνης: Difference between revisions
From LSJ
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oynis | |Transliteration C=oynis | ||
|Beta Code=ou)/nhs | |Beta Code=ou)/nhs | ||
|Definition=<b class="b3">κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία</b> (sic), Hsch. οὔνιος· [[εὖνις]], [[δρομεύς]], [[κλέπτης]], Id. οὔνομα, οὐνομάζω, etc., | |Definition=<b class="b3">κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία</b> (sic), Hsch. οὔνιος· [[εὖνις]], [[δρομεύς]], [[κλέπτης]], Id. οὔνομα, οὐνομάζω, etc., v. [[ὄνομα]], [[ὀνομάζω]], etc. οὖνον· <b class="b3">ὑγιές. Κύπριοι δρόμον</b>, Id. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:39, 24 August 2022
English (LSJ)
κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία (sic), Hsch. οὔνιος· εὖνις, δρομεύς, κλέπτης, Id. οὔνομα, οὐνομάζω, etc., v. ὄνομα, ὀνομάζω, etc. οὖνον· ὑγιές. Κύπριοι δρόμον, Id.
Greek (Liddell-Scott)
οὔνης: «κλέπτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
οὔνης (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].