μονόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόγλωσσος]] και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)<br />αυτός που μιλά μία μόνο [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- - -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=[[μονόγλωσσος]] και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)<br />αυτός που μιλά μία μόνο [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- - -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:26, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 202] att. -γλωττος, einzüngig, nur eine Sprache redend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, (γλῶσσα) ὁ μίαν μόνον γλῶσσαν λαλῶν, Εἰρηναῖος 1, 10, σ. 67 (;).

Greek Monolingual

μονόγλωσσος και αττ. τ. μονόγλωττος, -ον (Α)
αυτός που μιλά μία μόνο γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- - -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πολύ-γλωσσος].