διβαφής: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dibafh/s | |Beta Code=dibafh/s | ||
|Definition=ές, = [[δίβαφος]] ([[double-dyed]]), Sm., Thd. Ex. 25.4. | |Definition=ές, = [[δίβαφος]] ([[double-dyed]]), Sm., Thd. Ex. 25.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές [[teñido dos veces]] Al.<i>Ex</i>.25.4. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διβαφής''': -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4). | |lstext='''διβαφής''': -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΝ) και [[δίβαφος]], -ο (Α -ος, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύο φορές [[βαμμένος]]. | |mltxt=-ές (ΑΝ) και [[δίβαφος]], -ο (Α -ος, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύο φορές [[βαμμένος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, = δίβαφος (double-dyed), Sm., Thd. Ex. 25.4.
Spanish (DGE)
-ές teñido dos veces Al.Ex.25.4.
Greek (Liddell-Scott)
διβαφής: -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4).
Greek Monolingual
-ές (ΑΝ) και δίβαφος, -ο (Α -ος, -ον)
αυτός που είναι δύο φορές βαμμένος.