δυσμετάτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dusmeta/treptos
|Beta Code=dusmeta/treptos
|Definition=ον, = [[δυσμετάστρεπτος]] ([[hard to divert]]), Eust. 1461.43.
|Definition=ον, = [[δυσμετάστρεπτος]] ([[hard to divert]]), Eust. 1461.43.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inflexible]] neutr. subst. τὸ δ. [[la inflexibilidad]] τὸ βαρύμηνι καὶ δ. αὐτῆς de Atenea, Eust.1461.43.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσμετάτρεπτος''': -ον, δυσκόλως μετατρεπόμενος, Εὐστάθ. σ. 1461, 43.
|lstext='''δυσμετάτρεπτος''': -ον, δυσκόλως μετατρεπόμενος, Εὐστάθ. σ. 1461, 43.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inflexible]] neutr. subst. τὸ δ. [[la inflexibilidad]] τὸ βαρύμηνι καὶ δ. αὐτῆς de Atenea, Eust.1461.43.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσμετάτρεπτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δύσκολα μετατρέπεται.
|mltxt=[[δυσμετάτρεπτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δύσκολα μετατρέπεται.
}}
}}

Revision as of 11:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμετάτρεπτος Medium diacritics: δυσμετάτρεπτος Low diacritics: δυσμετάτρεπτος Capitals: ΔΥΣΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: dysmetátreptos Transliteration B: dysmetatreptos Transliteration C: dysmetatreptos Beta Code: dusmeta/treptos

English (LSJ)

ον, = δυσμετάστρεπτος (hard to divert), Eust. 1461.43.

Spanish (DGE)

-ον
inflexible neutr. subst. τὸ δ. la inflexibilidad τὸ βαρύμηνι καὶ δ. αὐτῆς de Atenea, Eust.1461.43.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμετάτρεπτος: -ον, δυσκόλως μετατρεπόμενος, Εὐστάθ. σ. 1461, 43.

Greek Monolingual

δυσμετάτρεπτος, -ον (Μ)
αυτός που δύσκολα μετατρέπεται.