ἐξαλεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)caleu/omai
|Beta Code=e)caleu/omai
|Definition== [[ἐξαλέομαι]] ([[beware of]], [[avoid]], [[escape]]), ὡς ἂν… μῆνιν… ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S. ''Aj.'' 656 codd., but ἐξαλύξ- (Hsch.) is prob. l.
|Definition== [[ἐξαλέομαι]] ([[beware of]], [[avoid]], [[escape]]), ὡς ἂν… μῆνιν… ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S. ''Aj.'' 656 codd., but ἐξαλύξ- (Hsch.) is prob. l.
}}
{{bailly
|btext=<i>sbj. ao.</i> ἐξαλεύσωμαι;<br />se garder de, chercher à éviter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀλεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰλεύομαι''': τῷ προηγ., ὡς ἄν... μῆνιν... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς (ὑποτακτ. ἀόρ.) Σοφ. Αἴ. 656· καθ’ Ἡσύχ. «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι, Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». Τὴν γραφὴν τοῦ Ἡσυχ. παρεδέξατο ὁ Brunck καὶ ἄλλοι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb. ― Πρβλ. [[ἐξαλύσκω]].
|lstext='''ἐξᾰλεύομαι''': τῷ προηγ., ὡς ἄν... μῆνιν... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς (ὑποτακτ. ἀόρ.) Σοφ. Αἴ. 656· καθ’ Ἡσύχ. «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι, Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». Τὴν γραφὴν τοῦ Ἡσυχ. παρεδέξατο ὁ Brunck καὶ ἄλλοι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb. ― Πρβλ. [[ἐξαλύσκω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>sbj. ao.</i> ἐξαλεύσωμαι;<br />se garder de, chercher à éviter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀλεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰλεύομαι Medium diacritics: ἐξαλεύομαι Low diacritics: εξαλεύομαι Capitals: ΕΞΑΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: exaleúomai Transliteration B: exaleuomai Transliteration C: eksaleyomai Beta Code: e)caleu/omai

English (LSJ)

= ἐξαλέομαι (beware of, avoid, escape), ὡς ἂν… μῆνιν… ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S. Aj. 656 codd., but ἐξαλύξ- (Hsch.) is prob. l.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao. ἐξαλεύσωμαι;
se garder de, chercher à éviter, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰλεύομαι: τῷ προηγ., ὡς ἄν... μῆνιν... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς (ὑποτακτ. ἀόρ.) Σοφ. Αἴ. 656· καθ’ Ἡσύχ. «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι, Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». Τὴν γραφὴν τοῦ Ἡσυχ. παρεδέξατο ὁ Brunck καὶ ἄλλοι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb. ― Πρβλ. ἐξαλύσκω.

Greek Monolingual

ἐξαλεύομαι (Α)
έξαλέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του εξαλέομαι].

Greek Monotonic

ἐξᾰλεύομαι: = το προηγ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰλεύομαι: Soph. = ἐξαλέομαι.