βραχιόλιον: Difference between revisions
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
m (LSJ2 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βραχιόλιον''': τό, [[ψέλλιον]], Ἑβδ. 2, Βασιλ. 1, 10. 2) [[δακτύλιος]], Ἀλ. Τραλλ. 64. | |lstext='''βραχιόλιον''': τό, [[ψέλλιον]], Ἑβδ. 2, Βασιλ. 1, 10. 2) [[δακτύλιος]], Ἀλ. Τραλλ. 64. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[βραχιόλιον]], Μ και βραχιόλιν)<br />κυκλικό [[κόσμημα]] για τον καρπό ή τον πήχυ του χεριού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πλατύς]] [[δακτύλιος]] που συνδέει δύο τμήματα όπλου ή μηχανήματος<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>βραχιόλια</i>, <i>τα</i><br />οι χειροπέδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραχιόλιον]] <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>bracchiolum</i>» «[[μικρός]] [[βραχίων]]» <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>brac</i> (<i>c</i>) <i>hium</i> «[[βραχίων]]» <span style="color: red;"><</span> [[βραχίων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 31 May 2024
English (LSJ)
v. sub βραχιάλιον.
Greek (Liddell-Scott)
βραχιόλιον: τό, ψέλλιον, Ἑβδ. 2, Βασιλ. 1, 10. 2) δακτύλιος, Ἀλ. Τραλλ. 64.
Greek Monolingual
το (AM βραχιόλιον, Μ και βραχιόλιν)
κυκλικό κόσμημα για τον καρπό ή τον πήχυ του χεριού
νεοελλ.
1. πλατύς δακτύλιος που συνδέει δύο τμήματα όπλου ή μηχανήματος
2. πληθ. βραχιόλια, τα
οι χειροπέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχιόλιον < λατ. bracchiolum» «μικρός βραχίων» < λατ. brac (c) hium «βραχίων» < βραχίων.