μεσαμβρινός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (LSJ2 replacement) |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσαμβρῐνός:''' μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί <i>μεσ-ημ-</i>. | |lsmtext='''μεσαμβρῐνός:''' μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί <i>μεσ-ημ-</i>. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ion. = [[μεσημβρινός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:04, 24 November 2022
English (LSJ)
v. μεσημβρινός.
Greek Monolingual
μεσαμβρινός, -ά, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεσημβρινός.
Greek Monotonic
μεσαμβρῐνός: μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί μεσ-ημ-.
German (Pape)
ion. = μεσημβρινός.