ὠκεάνειος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκεάνειος''': -ον, ὁ εἰς τὸν ὠκεανὸν ἀνήκων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 300, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππόλυτ. 121, Γαλην., Εὐστ., κλπ.· [[συχνάκις]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] [[ὠκεάνιος]].
|lstext='''ὠκεάνειος''': -ον, ὁ εἰς τὸν ὠκεανὸν ἀνήκων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 300, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππόλυτ. 121, Γαλην., Εὐστ., κλπ.· [[συχνάκις]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] [[ὠκεάνιος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>von od. aus dem [[Ozean]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκεάνειος Medium diacritics: ὠκεάνειος Low diacritics: ωκεάνειος Capitals: ΩΚΕΑΝΕΙΟΣ
Transliteration A: ōkeáneios Transliteration B: ōkeaneios Transliteration C: okeaneios Beta Code: w)kea/neios

English (LSJ)

ον, of Ocean, Gal. 19.189, Porph. Chr. 69, Sch. rec. A. Pr. 300, Sch. E. Hipp. 121, etc. (sts. incorrectly written ὠκεάνιος).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκεάνειος: -ον, ὁ εἰς τὸν ὠκεανὸν ἀνήκων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 300, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππόλυτ. 121, Γαλην., Εὐστ., κλπ.· συχνάκις φέρεται ἡμαρτημένως ὠκεάνιος.

German (Pape)

von od. aus dem Ozean.