δαμνοδάμεια: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
m (LSJ2 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=damnodameia | |Transliteration C=damnodameia | ||
|Beta Code=damnoda/meia | |Beta Code=damnoda/meia | ||
|Definition=[[she that subdues]], epiths. of the Moon, ''Hymn.Mag.'' 5.43. | |Definition=[[she that subdues]], [[subjugatress]], epiths. of the [[Moon]], ''Hymn.Mag.'' 5.43. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαμνοδάμεια]], η (Α)<br />αυτή που υποτάσσει ([[επίθετο]] της Σελήνης στη μαγική [[ορολογία]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμ</i>- του παθ. αορ. <i>εδάμην</i> του ρ. [[δάμνημι]]]. | |mltxt=[[δαμνοδάμεια]], η (Α)<br />αυτή που υποτάσσει ([[επίθετο]] της Σελήνης στη μαγική [[ορολογία]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμ</i>- του παθ. αορ. <i>εδάμην</i> του ρ. [[δάμνημι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:58, 15 December 2021
English (LSJ)
she that subdues, subjugatress, epiths. of the Moon, Hymn.Mag. 5.43.
Greek Monolingual
δαμνοδάμεια, η (Α)
αυτή που υποτάσσει (επίθετο της Σελήνης στη μαγική ορολογία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. δάμνημι + (θ.) δαμ- του παθ. αορ. εδάμην του ρ. δάμνημι].