λυσίθριξ: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσίθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ( | |mltxt=[[λυσίθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. <i>καλλί</i>-[[θριξ]], <i>ουλό</i>-[[θριξ]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, with loose hair, Gp. 12.8.5.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ ἔχων λελυμένας τὰς τρίχας, λυτὴν τὴν κόμην, Γεωπ. 12. 8. 5.
Greek Monolingual
λυσίθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί-θριξ, ουλό-θριξ)].