ματαιόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματαιόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει ανόητα και άσκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>υψηλό</i>-<i>φωνος</i>].
|mltxt=[[ματαιόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει ανόητα και άσκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>υψηλό</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιόφωνος Medium diacritics: ματαιόφωνος Low diacritics: ματαιόφωνος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: mataióphōnos Transliteration B: mataiophōnos Transliteration C: mataiofonos Beta Code: mataio/fwnos

English (LSJ)

ον, A talking idly, Hsch. s.v. μαψίφωνος.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιόφωνος: -ον, ὁ ματαίως, ἀφρόνως ὁμιλῶν, ὁ μάταια φωνῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μαψίφωνος· ― οὐσιαστ. ματαιοφωνία, ἡ Σουΐδ. ἐν λέξ. κενοφωνία, Φώτ.

Greek Monolingual

ματαιόφωνος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει ανόητα και άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψηλό-φωνος].